- αποσκεπαστός
- η , ό скрытый, сделанный тайком (о поступке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσκεπαστός — αποσκεπαστός, ή, ό και απόσκεπος, η, ο αυτός που γίνεται κρυφά, ο συγκαλυμμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσκέπαστος — η, ο (Μ ἀποσκέπαστος, ον) 1. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι 2. (για οικοδομή) χωρίς στέγη … Dictionary of Greek